χρήστης

χρήστης
ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. τ. χρείστης Α
νεοελλ.
1. άτομο που χρησιμοποιεί κάτι
2. (ιδίως νομ.) πρόσωπο που δικαιούται τη χρήση ενός πράγματος
μσν.-αρχ.
πρόσωπο που δανείζει χρήματα, ο δανειστής
αρχ.
1. προφήτης
2. άτομο που δανείζεται χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -της*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. χρή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρήστης — one who gives masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστῆς — χρηστός useful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήσταις — χρήστης one who gives masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστη — χρήστης one who gives masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστην — χρήστης one who gives masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστου — χρήστης one who gives masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστων — χρήστης one who gives masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστῃ — χρήστης one who gives masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”