- χρήστης
- ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. τ. χρείστης Ανεοελλ.1. άτομο που χρησιμοποιεί κάτι2. (ιδίως νομ.) πρόσωπο που δικαιούται τη χρήση ενός πράγματοςμσν.-αρχ.πρόσωπο που δανείζει χρήματα, ο δανειστήςαρχ.1. προφήτης2. άτομο που δανείζεται χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -της*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.